- δυσπραγίας
- δυσπραγίᾱς , δυσπραγίαill luckfem acc plδυσπραγίᾱς , δυσπραγίαill luckfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίταση — η (AM ἐπίτασις) [επιτείνω] ενδυνάμωση, ένταση, αύξηση («επίταση τής οικονομικής δυσπραγίας») μσν. νεοελλ. επιδείνωση μσν. έντονη και διαρκής προσπάθεια, επιμονή αρχ. 1. τάση, τέντωμα («ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν», Πλάτ.) 2. (για… … Dictionary of Greek
Κολμπέρ, Zαv Μπατίστ — (Jean Batiste Colbert, Ρενς 1619 – Παρίσι 1683). Γάλλος πολιτικός. Προερχόταν από την εμπορική αστική τάξη και το 1651 έγινε οικονομικός διαχειριστής του υπουργού του Λουδοβίκου ΙΔ’, Μαζαρέν, ο οποίος τον υπέδειξε στον βασιλιά πριν πεθάνει (1661) … Dictionary of Greek
Κου Κλουξ Κλαν — (Ku Klux Klan). Μυστική ρατσιστική οργάνωση με δράση στις ΗΠΑ. Η ονομασία της μάλλον προέρχεται από το Kuklos (= κύκλος), φοιτητική λέσχη της πόλης Πουλάσκι στην πολιτεία Τενεσί. Εμφανίστηκε στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ μετά τον εμφύλιο πόλεμο… … Dictionary of Greek
Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… … Dictionary of Greek
Ροΐδης, Εμμανουήλ — (Σύρος 1836 – Αθήνα 1904). Έλληνας συγγραφέας, ένα από τα λαμπρότερα αναγεννητικά και κριτικά πνεύματα των ελληνικών γραμμάτων. Σε παιδική ηλικία έζησε για ένα διάστημα στη Γένουα, όπου ο πατέρας του διηύθυνε μεγάλη εμπορική επιχείρηση. Μετά τις… … Dictionary of Greek